- καθαριώ
- καθαριῶ, -όω (Α) [καθαρός](κυρίως το μέσ.) καθαριοῡμαι, -όομαιεξαγνίζομαι, καθαίρομαι, καθαρίζομαι («ἐκαθαριώθησαν... ὑπὲρ χιόνα», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαριῶ — καθαρίζω cleanse fut ind act 1st sg (attic epic doric) καθαριόω purify pres subj act 1st sg καθαριόω purify pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίῳ — καθάρειος cleanly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek